ΤΟ ΠΑΠΟΥΤΣΙ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ

Αποσπάσματα από εμπεριστατωμένη μελέτη του φιλόλογου – λαογράφου Αντώνη Σοφού.

Πολύ μεγάλες δυσκολίες θα συναντήσει εκείνος που θα θελήσει να γνωρίσει το παπούτσι κατά τη εποχή του Βυζαντίου. Ούτε τα κείμενα που θα έχει υπόψη του θα του δώσουν ξεκαθαρισμένες γνώσεις ούτε οι ζωγραφιές στα χειρόγραφα ή οι αποστάσεις σε κομψοτεχνήματα ή τα αγάλματα θα τον βοηθήσουν πολύ, γιατί οι συγγραφείς δεν περιγράφουν, απλώς αναφέρουν ονόματα παπουτσιών και τις πιο πολλές φορές με το αρχαίο ελληνικό τους όνομα και ο καλλιτέχνης νοιάζεται πιο πολύ να παραστήσει με λεπτομέρειες τα φορέματα που φτάνουν μέχρι τα πόδια και ή καλύπτουν εντελώς το παπούτσι ή αφήνουν να φαίνεται μονάχα ένα μέρος του. Πηγή για να γραφτεί το άρθρο αυτό είναι : Φαίδωνος Κουκουλέ: Βυζαντινών βίοι και πολιτισμός, τόμος δ’ σελίδα 395-418 και για τις εικόνες: Mary Houston Ancient Greek, Roman and Byzantine costum and decoration, London 1947 σελ 120-161.

Πρέπει πριν από όλα να απαντήσουμε σ’ένα πρώτο ερώτημα: φορούσαν πάντοτε παπούτσια οι Βυζαντινοί; φαίνεται πως η ξυπολυσιά ήταν συνηθισμένη και στο Βυζάντιο, ενδεικτικό είναι και το οικογενειακό επίθετο Αξυπόλητος δηλαδή ο ανυπόδητος, αυτός που δεν φορά παπούτσια- ο τύπος αξυπόλητος συνηθίζεται και σήμερα στην Κάσο. Την ξυπολυσιά την επέβαλε βέβαια η ανέχεια στους φτωχούς, στους δούλους και στους γεωργούς, αλλά και λόγοι πρακτικοί, ο ξυπόλητος περπατάει και τρέχει ανετότερα. Έπειτα το καλοκαίρι δεν είναι ανάγκη να φορά κανείς παπούτσια (πριν από τον πόλεμο, πρώτη δουλειά των παιδιών στην Κάσο ήταν να πετάξουν τα παπούτσια μόλις έμπαινε η άνοιξη) κι εκείνοι που φορούσαν παπούτσια, για να τα προφυλάξουν από τη σκόνη το καλοκαίρι, τη λάσπη το χειμώνα κατά τις οδοιπορίες έπαιρναν τα παπούτσια στο χέρι. Πρέπει να σημειωθεί ότι ύστερα από σεισμούς ή θεομηνία οι Βυζαντινοί συνήθιζαν να κάνουν λιτανεία διασχίζοντας την πόλη, όλοι οι μετέχοντες ήταν ανυπόδητοι και ο αυτοκράτορας ακόμη που προπορευόταν, ήταν και αυτός ανυπόδητος. Και οι γυναίκες περπατούσαν στο δρόμο ξυπόλητες, αν δεν μπορούσαν όμως να υποφέρουν τις πέτρες, φορούσαν ελαφρά παπούτσια. Και μέσα το σπίτι δεν φορούσαν, αν τύχαινε και βγαίνοντας φορούσαν, μόλις επιστρέφοντας έμπαιναν στο σπίτι, η πρώτη τους δουλειά ήταν να τα βγάλουν, γι’ αυτό το σκοπό μέσα στο σπίτι υπήρχε ένας πάσσαλος, πάνω στον οποίο τα κρεμούσαν. Ο κατασκευαστής παπουτσιών λεγόταν “Καλιγάριος” ή “Καλλιγάς” ή “Τσαγκάριος “, αυτοί ήταν οι παπουτσήδες που κατασκεύαζαν παπούτσια για όλες τις κοινωνικές τάξεις, ειδικός όμως για τα βασιλικά παπούτσια ήταν ο “τσαγκάς”. Το όνομα των παπουτσιών ήταν “υποδήματα” ή “παπούτσια” ή “καλίγια”, η ονομασία με μικρή διαφορά σώζεται στην Κάσο, “καλίκια” λέγονται τα παπούτσια, όχι όμως τα καινούργια. “τσαγγαρείον” λέγανε το παπουτσίδικο.

Υλικά είχαν το δέρμα και το πανί. Έπαιρναν δέρματα από βόδια, καμήλες, πρόβατα, κατσίκες και αντιλόπες, αυτά τα κατεργάζονταν στο Βυζάντιο. Έκαναν όμως και εισαγωγές, για τα παπούτσια πολυτελείας έφερναν δέρματα από τη Βαβυλώνα, αυτά βέβαια ήταν ακριβά. Γενικά ποιοτικά τα παπούτσια ήταν “διαφορετικά” ή πρώτα ή πρώτης φόρμας, δεύτερα και τρίτα, αυτό βέβαια προσδιόριζε και την τιμή τους. Όσο για τα πάνινα αυτά κατασκευάζονταν ή από μεταξωτό ή από λινό πανί.

Βάση για την κατασκευή των παπουτσιών είχαν τον “καλόποδα” (ο καλόπους) ή το “καλοποδάριον” δηλαδή το σημερινό καλαπόδι, το μέγεθος του ήταν “πρώτης και δευτέρης φόρμας”, άλλο είχαν για τα ανδρικά, άλλο για τα γυναικεία, άλλο για τα παιδικά.

Εκτός από τις καθαυτό βυζαντινές φόρμες εμιμούντο και ξένες, τα Ουννικά, τα Περσικά και τα Τυρρηνικά παπούτσια γίνονταν πρότυπα για τους Βυζαντινούς τσαγγάρηδες. Για στολισμό κεντούσαν διάφορα σχήματα πάνω στο ψίδι ή το καλάμι, διάφορα λουλούδια, αλλά δεν έλειπαν και τα “αισχρά σανδάλια” πάνω στα οποία κεντούσαν “ερωτικούς ασπασμούς”. Υπήρχαν και χρυσοκέντητα και μαργαριτοστολισμένα, του αυτοκράτορα τα παπούτσια ήταν κατάκτιστα από μαργαριτάρια και πολύτιμους λίθους. Οι κομψευόμενοι νέοι, εκτός από τα διάφορα κεντήματα, δεν δίσταζαν να μιμούνται και γυναικείες φόρμες, για τα δικά τους παπούτσια. Τα μέρη του παπουτσιού ήταν: το πέλμα στο οποίο μπορούσαν να προσθέσουν ακόμα μια σόλα, έκαναν τότε παπούτσια δίσολα, “δίπελμα” τα έλεγαν τότε, σε αντίθεση προς τα “μονοπελμα”. Τις σημερινές μασκαρέτες τις έλεγαν “πετρομάχια” που κατέληγαν σε μύτη, μόδα που φαίνεται να ήρθε στο Βυζάντιο από τη δύση. Τα παπούτσια με την οξεία μύτη τα έλεγαν “μυτωτά” ή “μακρυμύτικα”. Σε μύτη κατέληγαν τα κοινά παπούτσια, τα “τσαγγία” όπως τότε τα έλεγαν, αλλά και τα παπούτσια των ευγενών, αυτών όμως οι μύτες ήταν πιο μακριές από τις μύτες των λαϊκών παπουτσιών, καμιά φορά έφταναν μέχρι το γόνατο, όπου και προσδένονταν με χρυσή αλυσίδα. Το πώς ήταν τα “τσαγγία” παπούτσια λαϊκά, φαίνεται από στίχους του Πτωχοπρόδρομου, όπου συγκρίνεται ο φτωχός με τον πλούσιο: Συ παρατρέχεις την οδόν πεζός μετάτσαγγίων αυτός δε καβαλάριος διηνεκώς οδεύει. Και πως ήταν και παπούτσια των ευγενών, άρα επιθυμητά από το λαό, φαίνεται και από μια σημερινή παροιμία, που πρέπει να προέρχεται από Βυζαντινή: όποιος πεινά, στον ύπνο του βλέπει ψωμιά και πίττες και όποιος είναι ξυπόλητος παπούτσια με τις μύτες. Μουζάκιον ή καύκαλο- η λέξη σώζεται στην Κρήτη- λεγόταν το σημερινό ψίδι, ενώ το δέρμα που κάλυπτε την κνήμη το έλεγαν καλάμιον , καλάμι λέγεται και σήμερα στην Κύπρο, την Κρήτη, την Ήπειρο και την Κάσο. Για να στερεώνονται τα πέδιλα-σανδάλια λέγονταν- είχαν τους ιμάντες, λουριά που κατασκεύαζαν από δέρμα προβάτου. Για να μην καταστρέφονταν οι σόλες, έβαζαν πρόκες στα πέλματα από κάτω, στα στρατιωτικά παπούτσια, τις έβαζαν σε πυκνή διάταξη και ήταν σουβλερές. Ακόμη και στα γυναικεία κάρφωναν πρόκες, πρόσεχαν η διάταξη τους να είναι συμμετρική, οι κομψευόμενες ζητούσαν να τοποθετούνται έτσι, ώστε να παρουσιάζουν ελικοειδές σχήμα. Τέλος κάτω, από τους ιμάντες τοποθετούσαν τη γλώσσα, όπως την λέμε σήμερα, στο Βυζάντιο λεγόταν “γλώσσις”. Το χρώμα των παπουτσιών του λαού και των στρατιωτών ήταν το μαύρο, οι κομψευόμενοι και οι ηθοποιοί φρόντιζαν να είναι πάρα πολύ καλά γυαλισμένα τα παπούτσια τους, ήταν σαν τα σημερινά λουστρίνια. Και οι γυναίκες φορούσαν μαύρα, αλλά και άσπρα και κόκκινα και κίτρινα και χρυσά και καμωμένα από κομμάτια πετσιού διαφόρων χρωμάτων, δεν μπορούσε βέβαια οι Βυζαντινές γυναίκες να είναι λιγότερο φιλάρεσκες. Οι αξιωματικοί φορούσαν παπούτσια χρώματος, ανάλογα το αξίωμα τους, πράσινο, μπλε, κιτρινωπού, χρυσού. Οι πρίγκιπες φορούσαν δίχρωμα, μισά άσπρα, μισά κόκκινα, πάνω στα πλάγια και στο ψίδι είχαν κεντημένους με μαργαριτάρια αετούς. Ειδικά τα παπούτσια του αυτοκράτορα κατασκευάζονταν από κόκκινο παρθικό πετσί, ήταν ψηλά είχαν κεντημένους λευκούς αετούς με μαργαριτάρια και πολύτιμες πέτρες. Αυτά φορούσε κατά τις επίσημες εμφανίσεις του, στους περιπάτους, αλλά και στις εκστρατείες, μόνο που τότε, αν βρισκόταν σε δύσκολη θέση, φρόντιζαν να τα ανταλλάξουν με κοινά μαύρα παπούτσια, ώστε να μην μπορεί να αναγνωριστεί, αν τύχαινε να πέσει στα χέρια των εχθρών. Ανάλογα με το ύψος τους τα παπούτσια ήταν δύο ειδών, τα βαθέα τα ψηλά δηλαδή που έφταναν μέχρι το γόνατο, και τα χαμηλά που έφταναν μέχρι τους αστραγάλους. Είδος των βαθέων ήταν τα τσαγγία, αυτά τα φορούσαν οι φτωχοί οι γεωργοί και οι στρατιώτες, αυτά έφταναν μέχρι τα γόνατα, καμιά φορά και πάνω από τα γόνατα. Τα τσαγγία λέγονταν και υποδήματα λέξη που σώζεται και σήμερα σε πολλά μέρη της Ελλάδας. Υποδήματα φορούσαν οι Κρητικοί κοντά τον ΙΕ’ αιώνα- τα κομψότερα κατασκευάζονταν από τραγίσιο δέρμα- που λέγονταν και στιβάλια ή στιβάνια, λέξη που σώζεται σήμερα στην Κρήτη και στην Κάσο. Στην Κάσο τον χειμώνα μετατρέπανε τα ειδικά παπούτσια τους, τα τομαρένα, οι κτηνοτρόφοι σε στιβάνια προσθέτοντας τους καλάμι από δέρμα ψιλών ζώων. Από τα χαμηλά παπούτσια εκείνα που αναφέρονται πιο πολύ είναι τα σανδάλια, τα σημερινά πέδιλα. Όλο-όλο τα σανδάλια ήταν ένας πάτος, που προσδένονταν στο πόδι με ιμάντες. Τα φορούσαν αρχικά οι γυναίκες μέσα στο σπίτι ή όταν έβγαιναν περίπατο καθισμένες σε φορείο. Αργότερα η χρήση τους γενικεύτηκε, οι εργάτες πριν από όλους τα φορούσαν, αφού βέβαια θα κόστιζαν πιο φθηνά. Σανδάλια φορούσαν και οι στρατιώτες, μόνο που αυτά είχαν και ψίδι, έτσι για να προστατεύουν τα πόδια τους από τις πέτρες και τα αγκάθια κατά τις οδοιπορίες τους.

Είδος σανταλιών ήταν και τα “καμπάγια” αυτά είχαν κάλυμμα στη φτέρνα και λουριά στα δάκτυλα. Τα λουριά με τα οποία προσδένονταν στα πόδια διαπλέκονταν μεταξύ τους.

Άλλο είδος ήταν οι “τροχάδες” ή “τροχάδια”. Ήταν ελαφρά και τα φορούσαν οδοιπόροι και δρομείς, το όνομά τους άλλωστε είναι ενδεικτικό. Χαρακτηριστικά τους ήταν το λουρί που τα συγκρατούσε, στο οποίο περνούσαν το μεγάλο τους δάκτυλο και λουριά πάνω από τον ταρσό.

Τα σανδάλια της φτωχολογιάς και των γεωργών ήταν τα “τσερβούλια” αυτά τα κατασκεύαζαν από χοντρόπετσο.

Και η χρήση του φελλού δεν ήταν άγνωστη στους βυζαντινούς. Και τότε οι κοντές γυναίκες πρόσθεταν φελλούς στους πάτους, για να φαίνονται ψηλότερες. Φελλούς είχαν και στις παντούφλες τους, άλλωστε η λέξη παντόφλα προέρχεται από τη λέξη “πατόφελλοί”.

Φαίνεται τέλος πως για πρόχειρα παπούτσια είχαν τα “πατήκια” παπούτσια με πατημένες φτέρνες. Στην Κάσο τα τομαρένια με τις φτέρνες πατημένες τα λένε σήμερα ξεφτέρνια.

Δύο λόγια και για τις κάλτσες. Οι βυζαντινοί κάλυπταν τις κνήμες τους με καλύμματα που ή ήταν στενά στο μέρος που εφάπτονταν στους αστραγάλους και γίνονταν φαρδύτερα όσο υψώνονταν προς τα γόνατα και έμοιαζαν με σάλπιγγα ή απλώς κάλυπταν και λέγονταν “ποδόρτια” ή “ποδοπάννινα”. Γενικά και τα καλύμματα και των ποδιών διαφέρανε μεταξύ τους ανάλογα με την κοινωνική τάξη ή την οικονομική αντοχή αυτού που τα φορούσε. Των ευγενών και των πλουσίων κατασκευάζονταν από πανί και ήταν κεντημένα. Κεντημένα ήταν και τα γάντια τους, και γάντια φορούσαν οι Βυζαντινοί, -των φτωχών κατασκευάζονταν από μαλλιά, που ήταν απλώς πιεσμένα.

Αυτά συνοπτικά για το βυζαντινό παπούτσι. Ελπίζουμε πως σας δώσαμε μία πολύ γενική εικόνα, η παράθεση εικόνων θα βοηθούσε για να έχουμε καλύτερη ιδέα τόσο για τη φόρμα, όσο και για τα στολίδια τους.