ΠΑΠΟΥΤΣΙΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ

Μικρά αποσπάσματα από την εμπεριστατωμένη μελέτη της αρχαιολόγου Έβης Τουλούπα στην επιστημονική έκδοση “αρχαιολογικό δελτίον” Νο 28 του 1973.

Τα περισσότερα ευρήματα που αναφέρονται στα παπούτσια προέρχονται από αρχαίους τάφους, διότι τα εύθρυπτα υλικά τους δεν θα είχαν διασωθεί αν δεν είχαν διαφυλαχθεί μέσα σε τάφο. Οι αναπαραστάσεις των σανδαλιών συχνά αναφέρονται στο κάτω μέρος αν και η αναπαράσταση του πάνω μέρους δεν θα ήταν δύσκολη γιατί υπάρχουν πολλές σχετικές παραστάσεις σε μνημεία.

Ωστόσο πρόβλημα και εδώ αποτελεί η μεγάλη ποικιλία σχεδίων διότι οι αρχαίες πηγές αναφέρουν πάμπολλες ονομασίες και προϋποθέτουν και ισάριθμα είδη παπουτσιών. Μόνο ο Πολυδεύκτης δίνει κάπου 60 ονομασίες.

Τα αρχαιότερα χρονολογημένα πέδιλα στην Ελλάδα είναι αυτά που βρέθηκαν σε τάφο κορινθιακό του 6ου αιώνα στο ΄Αργος από την Γαλλική αρχαιολογική Σχολή: Ένα ζευγάρι σιδερένια πλαίσια, χωρίς ένα σε δύο μέρη, με χονδρά καρφιά στην περιφέρεια. Όμοια σιδερένια πλαίσια από αριστερό σανδάλι βγήκαν από τις γερμανικές ανασκαφές της Ολυμπίας και δείχνουν σαφέστερα ότι χρησιμεύουν σαν θήκη για την ξύλινη σόλα.

Η μόδα επέβαλλε σε κάθε εποχή και σε κάθε τύπο να ψηλώνει τις γυναίκες με διάφορους τρόπους και ασφαλώς η ξύλινη σόλα ήταν γι΄ αυτό το σκοπό το απλούστερο μέσον. Ήδη στον 7ο αιώνα π.χ. τα γυναικεία αγάλματα, όρθια ή καθιστά εμφανίζονται με χοντρή σόλα. Από τον 6ο αιώνα πια, μπορούμε να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη του σχήματος των σανδαλιών σε αγάλματα και ανάγλυφα κυρίως γυναικών με μία συνέχεια έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Τα ανδρικά αγάλματα, αφού είναι συνήθως γυμνά, είναι και ανυπόδητα. Εξαίρεση αποτελούν ο Διόνυσος, λίγες μυθολογικές μορφές και οι έφιπποι, ίσως γιατί τα πέδιλα ήταν απαραίτητα για τα σπιρούνια.

Στην πομπή των Παναθηναίων (μεγάλη γιορτή των Αθηναίων) στην ζωοφόρο του Παρθενώνος όλοι οι νέοι φορούν σανδάλια, γιατί αυτό επέβαλλε η μεγάλη γιορτή. Πολύ παλαιά ευρήματα έχουν βρεθεί και στις ανασκαφές στην Κέρκυρα. Το καλλίτερο διατηρημένο πέδιλο από την ανασκαφή της Κέρκυρας διαφέρει σε σχήμα από το πέλμα έχει κάθετη την εσωτερική πλευρά και καμπύλη την εξωτερική, έτσι ώστε η άκρη του μεγάλου δακτύλου να βρίσκει την θέση της στην κορυφή του τριγώνου. Η κάθετη εσωτερική πλευρά σχηματίζει άλλη μία γωνία στο σημείο που αρχίζει η μεγάλη καμπύλη της καμάρας του ποδιού.
Ένα ζευγάρι πέδιλα από την Ερέτρια της νήσου Ευβοίας είχαν βρεθεί στο Μουσείο του Λούβρου. Διατηρούσε θαυμάσια την ξύλινη σόλα, τα σιδερένια καρφιά και την χάλκινη άρθρωση , λίγο βυθισμένη στο ξύλινο σανιδάκι. Τα ελασμάτινα πλαίσια που καλύπτουν τις πλαϊνές όψεις, έχουν ένωση στην μέση που σχηματίζει ένα οδοντωτό κόσμημα σαν αυτό που συναντούμε και στο μικρό χάλκινο πόδι με “κρηπίδα” από την Ακρόπολη. Το πόδι αυτό θα μπορούσε να ανήκει σε κάποιο αγαλμάτιο Αθήνας αλλά τούτο είναι μάλλον απίθανο, γιατί από κάτω δεν σώζεται ίχνος εμβόλου ή κοιλότητας για την στερέωση του σε βάση.

Αντίθετα, σ΄ αυτήν την κάτω επιφάνεια διακρίνονται διακοσμητικά καρφιά που μιμούνται ωστόσο τα καρφιά που βλέπουμε στα αληθινά σανδάλια: πολλά και πυκνά στην περιφέρεια, εφτά στην φτέρνα, ένα στο κέντρο και πέντε στο πέλμα. Άλλα ευρήματα πεδίλων από την Ερέτρια βρίσκονται επίσης στο Μουσείο του Ανατολικού Βερολίνου και στο Εθνικό Μουσείο της Αθήνας.

Σε ορισμένα των σανδαλιών χαρακτηριστικό αποτελούν τα χάλκινα σφυρήλατα ελάσματα, ξύλινη χονδρή σόλα, “μεντεσές” για την κλείδωση, σιδερένια πρόσθετα καρφιά από κάτω, πλαϊνή χάλκινη επένδυση. Άλλα πέδιλα χυτά έχουν καρφιά συμφυτά με το χάλκινο πλαίσιο ενώ υπήρχαν και πέδιλα με επίπεδη μεταλλική σόλα, χωρίς δηλαδή ξύλινο γέμισμα και χωρίς πλαϊνή επένδυση.

Χωρισμένα και αυτά σε δύο τμήματα, θα συνδέονταν με δέρμα ή τσόχα με την βοήθεια μικρών χάλκινων καρφιών. Μεγάλα σιδερένια καρφιά υπάρχουν και εδώ για να κρατούν μακριά την ελασμάτινη σόλα από το έδαφος.
Η επάνω επιφάνεια είναι λίγο κοίλη για να δέχεται καλύτερα το πέλμα. Εκείνο που μας φαίνεται καμμιά φορά παράξενο σήμερα είναι η χρήση του “μεντεσέ” στην υπόδηση, ωστόσο ο “μεντεσές” ήταν κάτι συνηθισμένο στα αρχαία χρόνια, κυρίως στην πανοπλία. Συνδέει συχνά παραγραθίδες με κράνος, τα δύο μέρη του θώρακα στην πλαϊνή ένωση, τα δύο ελάσματα που καλύπτουν το πάνω μέρος του ποδιού και τα δάκτυλα. Αν δεν αναφέρουν πάντοτε οι αρχαιολόγοι στην περιγραφή των σανδαλιών τις κλειδώσεις είναι γιατί δεν πίστευαν ότι μπορούσαν να συνανήκουν. Παράδειγμα τα πέδιλα του Εθνικού Μουσείου, όπου με δυσκολία έγινε πιστευτό ότι οι βαριοί αυτοί σύνδεσμοι ανήκαν στα λεπτά σφυρήλατα ελάσματα.

Οι δυσκολίες που υπάρχουν για την μελέτη του αρχαίου υποδήματος είναι ανυπέρβλητες, γιατί πολλά αληθινά δείγματα έχουν εξαφανισθεί και από αυτά που σώζονται ακόμη δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία για τις συνθήκες που βρέθηκαν. Οι εντυπώσεις από φωτογραφίες και τα σχέδια είναι καμμιά φορά απατηλές και οι περιγραφές ατελείς.

Η σύγκριση με άλλα έργα τέχνης δεν βοηθεί πάντοτε. Ο μεγάλος καλλιτέχνης ή χαλκουργός δεν ενδιαφέρεται να αποδώσει τεχνικές λεπτομέρειες όπως είναι τα καρφιά και η εγκοπή στην κλείδωση του ποδιού.
Ωστόσο μπορεί να γίνει κάποιος συσχετισμός των σανδαλιών που σώθηκαν με τα πέδιλα που φέρουν οι ανάγλυφες και ολόγλυφες μορφές.

Στα αρχαιότερα αγάλματα τα σανδάλια έχουν σχήμα ελλειπτικό, το γνωστό αυτό σχήμα με την κορυφή του τριγώνου στην θέση του μεγάλου δακτύλου, κάθετη στην εσωτερική πλευρά και καμπύλη στην εξωτερική, συναντούμε και στις Κόρες της Ακροπόλεως. Στον 5ο αιώνα πάντως η καμπύλη εμπρός κόβεται οριζόντια, έτσι που το πέλμα να γίνεται τετραγωνικό ή και τραπεζοειδές. Στο δεύτερο μισό του 4ου αιώνα παρατηρείται ένας κυματισμός στην κάτοψη του πέλματος μεταξύ μεγάλου και δευτέρου δακτύλου. Σε αγάλματα που χρονολογούνται στον 2ο αιώνα τονίζεται περισσότερο το περίγραμμα του δακτύλου ενώ στο Εθνικό Μουσείο της Αθήνας υπάρχει από τάφο της Αργολίδος ακόμη ένα ζευγάρι πέδιλα από ενιαίο χάλκινο έλασμα κομμένο στο σχήμα ποδιού.

Στις αποθήκες των Μουσείων και στις νέες ανασκαφές βρίσκονται οι πληροφορίες που επιτρέπουν την δύσκολη συγγραφής τη ιστορίας της αρχαίας υπόδησης που αποτελεί αναπόσπαστο κεφάλαιο της ιστορίας του αρχαίου ιδιωτικού βίου, αλλά και χρήσιμο νέο στοιχείο στην χρονολόγηση των γλυπτών.